ἡλιοδύσιον

ἡλιοδύσιον
ἡλιοδύσιον
sunset
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηλιοδύσιον — ἡλιοδύσιον, τὸ (Α) η δύση τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + δυσιον (< δυτης < δύω), πρβλ. λωπο δύσιον] …   Dictionary of Greek

  • ἡλιοδυσίου — ἡλιοδύσιον sunset neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”